- ἀποκλινόντων
- ἀποκλῑνόντων , ἀποκλίνωturn offpres part act masc/neut gen plἀποκλῑνόντων , ἀποκλίνωturn offpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού, κατά την οποία οι ακτίνες του προσπίπτοντος φωτός δεν συγκεντρώνονται, όπως είναι το φυσιολογικό, πάνω στον αμφιβληστροειδή, αλλά σ’ ένα σημείο που βρίσκεται πιο μπροστά. Το μάτι του μύωπα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
παραπατρικός — ή, ό φρ. «παραπατρική ειδογένεση» βιολ. ειδογένεση στην οποία ο αρχικός διαχωρισμός και η διαφοροποίηση τών αποκλινόντων πληθυσμών γίνεται πλέον χωριστά, πλήρης όμως αναπαραγωγική απομόνωση επιτυγχάνεται μόνον μετά τον σαφή καθορισμό τής περιοχής … Dictionary of Greek